- αύξοντας
- ο(από την αρχαία μετοχή αύξων, -ουσα, -ον), αυτός που μεγαλώνει σε όγκο, πλήθος κτλ., συνήθως στη φράση «αύξοντας αριθμός».
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αὔξοντας — αὐξάνω increase pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναιρώ — συναιρῶ, έω, ΝΜΑ [αἱρῶ] 1. κάνω συναίρεση δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου (α. «το ο και το ου συναιρούνται» β. «τὸ ε και το ᾱ συναιροῡνται εἰς η», Απόλλ. Δύσκ.) 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνηρημένος, η, ο(ν) αυτός που έχει υποστεί … Dictionary of Greek